- αμμή
- (Μ ἀμμή)[ἄν μἠ]βλ. αμέ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άμμη — ἄμμη, η (Μ) φτυάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ἄμη. Η γραφή με δύο μ πιθ. να οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση τής λ. με λεξιλογικούς τύπους, όπως η ἄμμος] … Dictionary of Greek
ἀμμή — ἀμμά mother fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέ — και αμή και αμά και αμ’ (σύνδ.) (Μ ἀμμή) 1. (αντιθετικά) αλλά, όμως, αλλά όμως, μολαταύτα 2. (προσθετικά, επιτατικά) αλλά και, αλλά ακόμη, επιπροσθέτως 3. (βεβαιωτικά) αλλά βέβαια, και βέβαια 4. (απορηματικά) μήπως, αλλά μήπως 5. (ελλειπτικά)… … Dictionary of Greek
αμά — (I) (σύνδ.) βλ. μα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμμή με επίδραση τού αλλά και άλλων επιρρημάτων σε α, ή από επίδραση τού ιταλ. ma «αλλά, μα»]. (II) ἀμά, η λέξη μυκηναϊκή (από την Κνωσό) που σήμαινε πιθανώς «τη συγκομιδή» (a ma). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας.… … Dictionary of Greek
αμ’ — (III) και αμά και αμή και αμέ βλέπε σύνδεσμο μα. [ΕΤΥΜΟΛ. αμ < αμμέ < αμμή < αρχ. φρ. αν μη] … Dictionary of Greek